#review | Baldur’s Gate: Enhanced Edition & Siege of Dragonspear
Το Baldur’s Gate: Enhanced Edition ήταν η πρώτη «στάση» μου στο ταξίδι πίσω στον χρόνο, στις «χρυσές» (κατά τη γνώμη μου) εποχές του D&D, μέσα από τα άπαντα της Beamdog. Και για να πω την αλήθεια, δεν θυμόμουν το παραμικρό από τα γεγονότα του…
Λογικό. Πρέπει να έπαιξα — για τελευταία φορά — το ορίτζιναλ® Baldur’s Gate γύρω στα 20 χρόνια πριν, όταν καλά-καλά δεν καταλάβαινα τους κανόνες του AD&D («μα γιατί ενώ φοράω καλύτερη πανοπλία, το armor class κατεβαίνει»;). Πόσα να θυμάται πια κι αυτό το έρμο το μυαλό; Εν ολίγοις, αντιμετώπισα το Baldur’s Gate: Enhanced Edition σαν να το έπαιζα για πρώτη φορά και δε χαλάστηκα καθόλου.
Η Beamdog έχει κάνει πολύ καλή δουλειά τηρουμένων των αναλογιών. Μην ξεχνάτε ότι επί της ουσίας πρόκειται για remake τίτλου που κυκλοφόρησε το 1998. Ναι, τα γραφικά είναι παλαιολιθικά. Ναι, ακόμα και σε ανάλυση 2560 x 1440 τα πάντα δείχνουν πιξελιασμένα μέχρι αηδίας. Ναι, τα «εφέ» των spells δεν είναι παρά σμήνη από sprites. Δεν είχα κανένα μα κανένα πρόβλημα με τίποτε απ’ όλα αυτά.
Το «ζουμί» στο Baldur’s Gate είναι το στόρι και η πλοκή του. Ο κεντρικός χαρακτήρας, τέκνο του Bhaal, καλείται να αντιμετωπίσει τη μοίρα του ερχόμενος αντιμέτωπος με διάφορες προκλήσεις (οι περισσότερες απ’ αυτές είτε κρατούν όπλα, είτε κάνουν ξόρκια). Μαζί του έχει μία ομάδα (έως) πέντε ατόμων που θα καλύψει τα νώτα του στις δύσκολες στιγμές. Μάλιστα στο παιχνίδι υπάρχει μέχρι και σύστημα αλληλεπίδρασης μεταξύ των χαρακτήρων, με επιλογές για ρομάντζο αλλά και κόντρες, ανάλογα με τα alignments!
Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι εκείνοι της δεύτερης έκδοσης του Dungeons & Dragons, το λεγόμενο AD&D (Advanced Dungeons & Dragons). Προσωπικά γνώρισα τον «βασιλιά» των tabletops με την τρίτη του έκδοση, ωστόσο είμαι πια εξοικειωμένος και με την αμέσως προηγούμενη, την οποία πάντως βρίσκω αχρείαστα πολύπλοκη. Οι επιλογές παραμετροποίησης των χαρακτήρων είναι πραγματικά πολλές, με τον παίκτη να έχει τη δυνατότητα να προσθαφαιρεί μέλη της ομάδας του κατά βούληση.
Αυτό που με εξέπληξε ευχάριστα στο Baldur’s Gate: Enhanced Edition ήταν το γεγονός πως δεν παίρνει τον παίκτη από το χέρι. Δεν συγχωρεί τα λάθη, πώς το λένε; Μπορούσα πάρα πολύ άνετα να μπω σε μια σπηλιά ανέμελος και να πέσω επάνω σε έναν δράκο ή ένα κοπάδι από wyverns — και να βρεθώ να κοιτάω τα ραδίκια ανάποδα σε χρόνο μηδέν. Όσο καλό εξοπλισμό κι αν αποκτήσετε, όσα level ups κι αν κάνετε, ποτέ δεν πρόκειται να νιώσετε άτρωτοι. Το παιχνίδι θα φροντίσει να σας το υπενθυμίζει τακτικά.
Αν θέλετε μία αυθεντική, hardcore εμπειρία old-school RPG, το Baldur’s Gate: Enhanced Edition είναι εδώ και θα σας την προσφέρει. Κυρίως δε, θα αποτελέσει τη βάση για το δεύτερο — και το καλύτερο κατά τη γνώμη μου — παιχνίδι της σειράς. Για να σας δω.
Siege of Dragonspear
«Μα έχει expansion το Baldur’s Gate»; Εύλογη απορία και δεν σας αδικώ. Όχι, το Baldur’s Gate δεν είχε expansion. Απλά η Beamdog αποφάσισε να χαρίσει στο παιχνίδι ένα ενδιαφέρον «encore», περίπου 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Σε αυτό, μία νέα απειλή έχει κάνει την εμφάνισή της στη Sword Coast με τη μορφή ενός Aasimar και φυσικά ο Bhaalspawn καλείται να αναλάβει δράση. Η δουλειά στον οπτικό τομέα είναι εντυπωσιακή: τα γραφικά είναι λεπτομερή χωρίς να χάνεται η «κλασική» αισθητική. Την ίδια στιγμή κάνουν την εμφάνισή τους νέοι χαρακτήρες, κάποιοι με ενδιαφέροντα, άλλοι με «τραβηγμένα» στόρις. Λίγο η πλοκή κάπου μ’ έχασε αλλά τουλάχιστον με αποζημίωσε ο σταθερά ζόρικος βαθμός δυσκολίας. Συμπαθητικό εξτραδάκι, παίζεται άνετα.
Θεωρητικά κάπου εδώ θα μιλούσα για το The Dark Pits αλλά πρόκειται απλά για μια σειρά μαχών με αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας. Προσπεράστε.
Μου θύμισε: Baldur’s Gate II, Icewind Dale
Κυκλοφορία έκδοσης: Νοέμβριος 2012
Πλατφόρμες: PS4, Xbox One, PC, Switch