#review | The Witcher 3: Wild Hunt & Hearts of Stone / Blood and Wine
Το The Witcher 3 είναι ένας από τους ελάχιστους τίτλους που έχω προπαραγγείλει ποτέ μου — και μάλιστα στην υπερμεγέθη συλλεκτική του έκδοση (το αγαλματάκι με τον Geralt επάνω στον griffin είναι από τα καλύτερα που έχω δει σε collector’s). Κι όμως, χρειάστηκαν περίπου τρία χρόνια γεμάτα-γεμάτα μέχρι να το πάρω απόφαση να το αρχίσω.
Γνώριζα εξ αρχής, βλέπετε, ότι θα έπρεπε να υπολογίσω τουλάχιστον 160 ώρες για χάρη του, οπότε έψαχνα το κατάλληλο timing. Εν τέλει το βρήκα, έστω κι αν έπεσα ελαφρώς έξω στους υπολογισμούς μου (είμαι στις 181 ώρες κι έχω μπροστά μου μισό expansion ακόμα).
Ό,τι και να πει κανείς για το αριστούργημα της CD Projekt RED είναι λίγο. Το The Witcher 3 είναι ένα πραγματικό έργο τέχνης που έχει ήδη αφήσει ανεξίτηλα το στίγμα του, όχι μόνο στην κατηγορία των RPG αλλά στο gaming γενικότερα. Ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται το κουβάρι της υπέροχης ιστορίας του, οι ζυμώσεις που γίνονται στο παρασκήνιο, οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων δημιουργούν έναν κόσμο που απολάμβανα να βρίσκομαι.
Το εκπληκτικό με το The Witcher 3 είναι ο τρόπος που παρουσιάζει την εκάστοτε κατάσταση. Η φτηνή, μανιχαϊστική προσέγγιση στην οποία καταφεύγουν πολλοί τίτλοι ακόμα και σήμερα, δεν έχει θέση στο έπος της CD Projekt. Όποτε κι αν κλήθηκα να επιλέξω το οτιδήποτε, δεν υπήρχαν ξεκάθαρα «καλή» και «κακή» απάντηση. Όλες όμως ήταν αρκούντως διαφορετικές, ταιριάζοντας παράλληλα με έναν μαγικό τρόπο στο προφίλ του Geralt.
Αν και αποτελεί το τρίτο μέρος της σειράς, το The Witcher 3 δεν απαιτεί από τον παίκτη να έχει παίξει τα δύο προηγούμενα. Εννοείται ότι αν κάποιος είναι ήδη εξοικειωμένος με τη σειρά θα καταλάβει πολλά περισσότερα (θα έχει τη δυνατότητα να ορίσει μάλιστα και την κατάσταση του κόσμου του παιχνιδιού) δίχως να πρέπει να καταφύγει στα βιβλία που θα βρίσκει στο διάβα του, το bestiary και το glossary — όχι πως όλα αυτά δεν έχουν ενδιαφέρον όμως.
Ο κόσμος του παιχνιδιού ήταν — με μία λέξη — συγκλονιστικός. Ξεκίνησα να χρησιμοποιώ fast travel μόνο αφ’ ότου είχα τελειώσει ολοκληρωτικά με ένα τμήμα του χάρτη, όντας δηλαδή σίγουρος ότι δεν υπήρχε κάποιο mini/side quest, collectible ή άλλου είδους πρόκληση για να ολοκληρώσω εκεί. Για καθετί που με έβαλε να κάνω το The Witcher 3, έμοιαζε να υπάρχει λόγος: όλα εκείνα τα μικρά πραγματάκια στα οποία αφιέρωσα χρόνο, ήταν εκεί για να με σαγηνεύσουν και όχι να ξυπνήσουν τους ψυχαναγκασμούς μου (βλ. Assassin’s Creed, Far Cry κ.α.).
Οι διαδρομές που ακολούθησα ήταν υπέροχες. Τα τοπία που συνάντησα, οι μεθυστικές ανατολές, τα γαλήνια ηλιοβασιλέματα, οι μανιασμένες θάλασσες, η παγωμένη φύση, όλα είχαν τη δική τους γοητεία. Θυμάμαι να φτάνω στις κορυφές βουνών όχι απαραίτητα για να μαζέψω κάτι που βρισκόταν εκεί αλλά για να χαζέψω τι υπήρχε γύρω μου, να αγναντέψω τον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι Xbox One X, να τραβήξω μια φωτογραφία με το μυαλό και να συνεχίσω γι’ άλλα.
Έπαιξα το The Witcher 3 στο Blood and Broken Bones, το προτελευταίο επίπεδο δυσκολίας. Δυσκολεύτηκα πραγματικά σε δύο εχθρούς στα expansions — στο κυρίως παιχνίδι δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα. Επιλέγοντας προσεκτικά skills και φροντίζοντας να ανανεώνω όσο πιο συχνά γινόταν τον εξοπλισμό μου, ένιωθα να βρίσκομαι ένα «κλικ» πιο πάνω από τους αντιπάλους που αντιμετώπισα. Εκεί που έγραψα δεκάδες ώρες πάντως, ήταν στο Gwent — τέτοιο κόλλημα με in-game card game είχα να φάω από την εποχή του Arcomage στο Might & Magic VII!
Το The Witcher 3 αποτελεί πλέον τον ορισμό του value for money τίτλου. Μιλάμε για 200 και βάλε ώρες ποιοτικής ψυχαγωγίας σε έναν υπέροχο κόσμο, με gameplay και πλοκή που δε σταματούν να εκπλήσσουν, ακόμα και στα τελειώματά του. Μια συμβουλή μόνο: μην το παίξετε, απολαύστε το.
Hearts of Stone & Blood and Wine
Η πλήρης έκδοση του παιχνιδιού, έρχεται με τα δύο expansions που κυκλοφόρησαν γι’ αυτό, το Hearts of Stone και το Blood and Wine.
Το πρώτο ξεκινά με ένα ακόμα συμβόλαιο που αναλαμβάνει ο Geralt, μόνο που στο τέλος του βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ιστορία με πρωταγωνιστή έναν παλιό του/σας γνώριμο. Το δεύτερο είναι απείρως μεγαλύτερο σε διάρκεια, μεταφέροντάς σας στην Γαλλία Toussaint προκειμένου να εξιχνιάσετε μια σειρά φόνων.
Και τα δύο αξίζει τον κόπο να τα παίξετε καθώς επεκτείνουν με τον πλέον ιδανικό τρόπο την εμπειρία του The Witcher 3, δίχως να σας ζητούν να σώσετε — για άλλη μια φορά — τον κόσμο. Είναι δεδομένο ότι στο τέλος του κυρίως παιχνιδιού θα θέλετε να ταξιδέψετε για λίγο ακόμα παρέα με τον Geralt, οπότε αμφότερα τα expansions θα σας προσφέρουν ακριβώς αυτό που επιθυμείτε, χαρίζοντας παράλληλα στην τριλογία το φινάλε που της αρμόζει.
Μου θύμισε: -
Κυκλοφορία έκδοσης: Μάιος 2015
Πλατφόρμες: PS5, Xbox Series X|S, PS4, Xbox One, PC, Switch