#review | The Bard’s Tale: Remastered and Resnarkled
Το σχολείο τελείωνα, θυμάμαι, όταν ξεκίνησα να παίζω το The Bard’s Tale. Εποχές 2004 με την Ελλάδα να διανύει ένα από τα σημαντικότερα καλοκαίρια της σύγχρονης Ιστορίας της διοργανώνοντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες κερδίζοντας το Ευρωπαϊκό στην Πορτογαλία κι εγώ να προσπαθώ να βγάλω άκρη με τον βάρδο στον υπολογιστή μου.
Χρειάστηκε να περάσουν κάτι παραπάνω από 15 χρόνια για να πετύχω σε μια επίσκεψή μου στο περίφημο Video Games New York ένα αντίτυπο του The Bard’s Tale: Remastered and Resnarkled από τη Limited Run Games, προκειμένου να πάρω την απόφαση να δώσω στον τίτλο του Brian Fargo ακόμα μία ευκαιρία, έστω και στα γεράματα (τα δικά του, όχι τα δικά μου)…
Η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπισα το The Bard’s Tale σαν ένα γραμμάτιο, μια οφειλή στον νεότερο εαυτό μου που μέσα στην άγνοιά του πολύ θα ήθελε να ξέρει τι συνέβη στο τέλος στον βάρδο. Η remastered έκδοσή του έχει μεν σουλουπωμένα κατά τι γραφικά, όμως κακά τα ψέματα, το παιχνίδι δείχνει την ηλικία του από κάθε άποψη.
Πρόκειται για ένα dungeon crawler παλαιάς κοπής με μία πρωτότυπη overhead προοπτική. Το gameplay του είναι αρκετά απλοϊκό αφού το μόνο που καλείται να αποφασίσει ο παίκτης, είναι σε ποια από τα πέντε χαρακτηριστικά θα βάλει τα δύο skill points του έπειτα από κάθε level up. Τα δε αντικείμενα που βρίσκει στο διάβα του, είναι σίγουρα καλύτερα από εκείνα που διαθέτει ήδη.
Κάπως έτσι το ενδιαφέρον εστιάζεται στη δράση με τον βάρδο να χρησιμοποιεί με άνεση τσεκούρια, σπαθιά και τόξα — καμία σχέση δηλαδή με το τυπικό προφίλ βάρδου ενός RPG. Χρησιμοποιώντας τις μελωδίες που μαθαίνει, ο πρωταγωνιστής μας μπορεί να καλεί διάφορους συντρόφους οι οποίοι θα τον βοηθήσουν στις περιπέτειές του. Η ποικιλία των επιλογών εδώ με κάλυψε απόλυτα, αφού είχα ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να διαμορφώσω την ομάδα μου όπως εγώ ήθελα, ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση και τον τρόπο που προτιμούσα να την προσεγγίσω.
Το στόρι του The Bard’s Tale περιστρέφεται γύρω από τη σωτηρία της όμορφης πριγκίπισσας από τα χέρια του κακού μάγου, μόνο που στην πράξη σατιρίζει σε κάθε ευκαιρία όλα τα κλισέ των high fantasy RPG. Ο ίδιος ο βάρδος είναι ένας τυχοδιώκτης περιωπής, ένας κάφρος απατεώνας με το μυαλό του να βρίσκεται στις γυναίκες και το χρήμα, σπέρνοντας την καταστροφή στο πέρασμά του.
Το χιούμορ του τίτλου παραμένει αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου, χαρίζοντας ορισμένες αλησμόνητες στιγμές. Τα απολαυστικά τραγουδάκια του τρίο των trows για τους προηγούμενους chosen ones και τους διαλόγους του βάρδου με τον αφηγητή (υπέροχα σαρκαστικό ύφος από τον μακαρίτη Tony Jay) που σπάνε μοναδικά τον τέταρτο τοίχο, ας πούμε, τα θυμόμουν από την πρώτη φορά που έπαιξα το παιχνίδι.
Χωρίς να θεωρείται must σε καμία περίπτωση, το The Bard’s Tale μπορεί ακόμα και σήμερα να προσφέρει γύρω στις 25 ώρες brainless dungeon crawling. Το gameplay του μπορεί να μην έχει να πει κάτι το ιδιαίτερο εν έτει 2020, όμως το χιούμορ του, αν μη τι άλλο, είναι σε θέση να κάνει τη διαφορά.
Μου θύμισε: -
Κυκλοφορία έκδοσης: Αύγουστος 2017
Πλατφόρμες: PS4, PS Vita