#review | Pillars of Eternity II: Deadfire & Beast of Winter / The Forgotten Sanctum
Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα. Με το που ανακοινώθηκε το Pillars of Eternity II: Deadfire, έσπευσα στο Fig να εξασφαλίσω την υπογεγραμμένη Collector’s Edition του — όπως άλλωστε είχα κάνει και με το πρώτο παιχνίδι της σειράς. Η σκέψη ενός old school RPG φτιαγμένο από τους «μάστορες» του είδους στην Obsidian, με εξίταρε όσο τίποτε, οπότε με συνοπτικές διαδικασίες τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Η περίπτωση του Pillars of Eternity II: Deadfire άλλωστε ήταν έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερη. Ο κόσμος των πειρατών είναι ίσως από τους πλέον «αδικημένους» στο gaming. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα RPG, ηττάται κατά κράτος από τον λεγόμενο high fantasy. Ως εκ τούτου, τίτλος που συνδυάζει το gameplay ενός Baldur’s Gate με τη swashbuckling εμπειρία του 7th Sea, δεν γίνεται να περάσει απαρατήρητος.
Τα γεγονότα του Pillars of Eternity II: Deadfire εξελίσσονται αμέσως μετά από αυτά του πρώτου παιχνιδιού — προσφέρεται και δυνατότητα save import. Προτείνω ανεπιφύλακτα να ασχοληθείτε μαζί του αμέσως μόλις τελειώσετε με τον προκάτοχό του ή αφού κάνετε πρώτα μια καλή επανάληψη στα όσα συνέβησαν στο playthrough σας. Σε κάθε περίπτωση, ετοιμαστείτε για κάμποσο διάβασμα.
Το κεντρικό στόρι του RPG της Obsidian έχει ενδιαφέρον αλλά και αρκετές «τρύπες». Το γεγονός ότι στηρίζεται σε ένα στοιχείο που αποτέλεσε stretch goal στην καμπάνια χρηματοδότησης του πρώτου παιχνιδιού παρ’ όλα αυτά είναι εντυπωσιακό. Προσωπικά, αν και το βρήκα έξυπνο, σε καμία περίπτωση δε μου δημιούργησε την αίσθηση του επείγοντος — αν και η πλοκή υπαινίσσεται το αντίθετο.
Ο τίτλος δίνει τη δυνατότητα στον παίκτη να υιοθετήσει την προσέγγιση που προτιμά κι εγώ συνεχίζοντας τις περιπέτειες του ξενέρωτου Paladin μου από το πρώτο παιχνίδι, απέφυγα τις ακρότητες. Οι σχέσεις σας με τους συντρόφους σας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη συμπεριφορά σας καθώς επίσης και την — προαιρετική — επιλογή παράταξης γι’ αυτό δώστε και στις δύο τη δέουσα σημασία.
Αυτός που με μάγεψε όμως στο Pillars of Eternity II: Deadfire ήταν ο κόσμος του. Ένας συνδυασμός Πολυνησίας και Καραϊβικής, είναι γεμάτος νησάκια, καθένα εκ των οποίων κρύβει τους δικούς του κινδύνους και μυστικά. Το κάστρο του πρώτου Pillars of Eternity έχει δώσει τη θέση του σε καράβι το οποίο είχα τη δυνατότητα να προσαρμόσω, να εξοπλίσω και να στελεχώσω κατά το δοκούν.
Οι ναυμαχίες μπορεί να έχασαν το ενδιαφέρον τους μετά από μερικές επαναλήψεις, όμως οι μάχες συνέχισαν να με αποζημιώνουν. Στο classic επίπεδο δυσκολίας και πάντα σε real-time mode, σε αρκετές περιπτώσεις χρειάστηκε να προσέξω την τακτική και τη στρατηγική μου. Λύνοντας σχεδόν κάθε quest που μου ανατέθηκε (απέφυγα απλά να επιλέξω παράταξη διότι στο φινάλε όλες τους με εκνεύρισαν εξίσου) και εξερευνώντας κάθε σπιθαμή του χάρτη, έφτασα το 20ο level σχετικά νωρίς, εστιάζοντας εν συνεχεία στη βελτίωση του εξοπλισμού των χαρακτήρων μου.
Έχοντας συμπληρώσει περί τις 100 ώρες gameplay (μαζί με τα expansion), δεν γίνεται στο άκουσμα του τίτλου να μη φέρω στον νου μου τις περιπλανήσεις μου στη Neketaka, τις μηχανορραφίες των πειρατών των Principi, τις μελωδίες που συνόδευαν τις επισκέψεις μου στα πανδοχεία και τα τραγούδια που τραγουδούσε το πλήρωμά μου ταξιδεύοντας στο αρχιπέλαγος του Deadfire.
Τιμώντας πλήρως τις old school καταβολές του — με όλα τα θετικά και τα αρνητικά τους — το Pillars of Eternity II: Deadfire βρίσκει τον τρόπο να προσφέρει μία φρέσκια εμπειρία. Ας είναι καλά ο πειρατικός του κόσμος, η αισθητική και η ζωντάνια του οποίου αρκούν για να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του παίκτη για δεκάδες ώρες.
Beast of Winter & The Forgotten Sanctum
Έχοντας τελειώσει με το κυρίως παιχνίδι, αποφάσισα να συνεχίσω με τα expansions του. Το ενδιαφέρον μου περιορίστηκε στα δύο από τα τρία. Τα Beast of Winter και The Forgotten Sanctum ήταν άλλωστε και αυτά που είχαν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό με βάση τις απαιτήσεις μου — το Seeker, Slayer, Survivor είναι στην ουσία μια σειρά από μάχες αρένας.
Αντιμετώπισα δύο προβλήματα παίζοντας τα δύο expansions του Pillars of Eternity II: Deadfire. Αφ’ ενός εξελίσσονταν πριν το φινάλε του βασικού παιχνιδιού, κάτι που σήμαινε ότι έχοντας δει τον τερματισμό, έπρεπε να φορτώσω παλαιότερο save και να συνεχίσω — φουλ ξενερωμένος — από εκεί. Αφ’ ετέρου δεν ανέβαζαν τον μέγιστο αριθμό levels των χαρακτήρων, με αποτέλεσμα να αρχίσω το πρώτο έχοντας ήδη χτυπήσει ταβάνι και δίχως να έχω ουσιαστικό κίνητρο.
Αμφότερα πάντως διαθέτουν σπουδαίες μάχες, με το τελικό boss του The Forgotten Sanctum να είναι και η μοναδική περίπτωση στο παιχνίδι που χρειάστηκε να ενεργοποιήσω το turn-based mode (σημείωση: απέφυγα τα mega bosses). Γενικότερα αποτελούν ενδιαφέρουσες εμπειρίες αφού εισάγουν νέους χάρτες και NPC’s, με πολλά περιθώρια εξερεύνησης και ικανοποιητικούς γρίφους. Αν αποφασίσετε να τους δώσετε μια ευκαιρία, κάντε το (την αξίζουν), απλά πριν το γκράντε φινάλε.
Μου θύμισε: Pillars of Eternity, Baldur’s Gate II
Κυκλοφορία έκδοσης: Μάιος 2018
Πλατφόρμες: PS4, Xbox One, PC, Switch