#review | Mirror's Edge Catalyst
Δεν είμαι σίγουρος γιατί ακριβώς ξεκίνησα το Mirror’s Edge Catalyst. Αφ’ ενός είναι prequel κι εγώ με δαύτα δεν τα πάω και πολύ καλά, αφ’ ετέρου πάνε χρόνια από τότε που έπαιξα το πρώτο παιχνίδι της σειράς με αποτέλεσμα να έχω μια κάπως θολή εικόνα της ατμόσφαιράς του. Θυμάμαι όμως ότι μου άρεσε το στυλ του gameplay του — η χαρά του parkour — και αυτό ήταν μάλλον που την έκανε τη δουλειά.
Θεωρητικά το Mirror’s Edge Catalyst θα μπορούσε να χτίσει επάνω στον κόσμο του. Να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ικανό να «ρουφήξει» τον παίκτη από τα πρώτα λεπτά. Να τον κάνει να αισθανθεί μέρος του και παράλληλα να ταυτιστεί με την ηρωίδα, βλέποντας την προσωπικότητά της να «χτίζεται» σε κάθε ευκαιρία. Η ιδέα στην οποία βασίζεται, το αρχικό κόνσεπτ, έχει προοπτικές. Από ‘κει και πέρα όμως, τίποτα.
Το Mirror’s Edge Catalyst λειτούργησε ως το απόλυτο «no-brainer» για όσο άντεξε: έβαζα να παίξω δίχως να πρέπει να το προσέχω ιδιαίτερα, ήταν ιδανικό για να ξεσκάσω για καμιά ώρα το βράδυ ακούγοντας παράλληλα Εκείνες κι Εγώ. Απλά έπαιρνα το χειριστήριο ανά χείρας, έβγαινα παγανιά και αλώνιζα από ‘δω κι από ‘κει. Και αποστολή να μην έκανα, μάζευα τα άπειρα collectable που βρίσκονταν διάσπαρτα στις ταράτσες της Glass City.
Με χάλασε; Όχι. Άλλωστε, μόλις το έγραψα: μπορούσα να παίξω ένα μισαωράκι στο φινάλε μιας απαιτητικής μέρας χωρίς να έχει την παραμικρή απαίτηση. Όσο περισσότερο έπαιζα, τόσο πιο πολύ απογοητευόμουν και ο λόγος ήταν ότι περίμενα να βρω κάπου κάτι για να πιαστώ. Μια καλογραμμένη ανατροπή, ένα επιπλέον βάθος στην πλοκή, ένα ραφινάρισμα των χαρακτήρων. Φευ…
Το στόρι του Mirror’s Edge Catalyst είναι όσο πιο αδιάφορο μπορεί να γίνει. Η Faith γίνεται «κούριερ» με τη νεοελληνική σημασία της λέξης σε μια πόλη, οι ταράτσες της οποίας για κάποιον ανεξήγητο λόγο σφύζουν από κοστουμάτους τύπους και διανοητικά καθυστερημένους φρουρούς. Η κίνησή της στον χώρο τουλάχιστον κάνει το ατελείωτο πηγαινέλα όσο πιο ευχάριστο μπορεί να γίνει αυτό — τουλάχιστον μέχρι να αναλάβει δράση το fast travel. Μοναδική εξαίρεση σε αυτό οι μάχες τις οποίες ακόμα και το ίδιο το παιχνίδι συμβουλεύει τον παίκτη να αποφύγει — πιστέψτε με, έχει τους λόγους του.
Θα αναρωτιέστε μετά απ’ όλα αυτά, τι μ’ άρεσε σε αυτό; Νομίζω ότι η (ψευτο)αίσθηση ελευθερίας που μου προσέφερε καθώς πηδούσα σαν το κρι-κρι από ταράτσα σε ταράτσα, ήταν κατά κάποιο τρόπο χαλαρωτική. Βοήθησε σημαντικά και η χρωματική παλέτα (γαλάζιος ουρανός, λευκά κτήρια) τώρα που το σκέφτομαι. Το Mirror’s Edge Catalyst δεν είναι κακό. Είναι όμως μέτριο και αυτό το κάνει χειρότερο, κυρίως διότι σε κάποιο εναλλακτικό σύμπαν θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα πολύ καλύτερα.
Στο δικό μας πάντως κάνει λίγα κι ακόμα κι αυτά τα κάνει μαντάρα.
Μου θύμισε: Mirror’s Edge
Κυκλοφορία έκδοσης: Ιούνιος 2016
Πλατφόρμες: PS4, Xbox One, PC