#review | Mad Max
Το Mad Max το είχα στη λίστα μου κάμποσα χρόνια τώρα. Μολονότι ποτέ δεν ένιωσα καμία ιδιαίτερη έλξη για τον πρωταγωνιστή των ταινιών, ο κόσμος που δημιούργησε ο George Miller με ιντρίγκαρε αφάνταστα. Ε, επιτέλους λοιπόν βρήκα το κουράγιο να παίξω τον ομώνυμο open-world τίτλο και δεν το μετάνιωσα.
Το Mad Max κυκλοφόρησε το 2015, λίγους μήνες μετά το — εξαιρετικό — Mad Max: Fury Road. Δεν πρόκειται ωστόσο για movie tie-in αλλά για έναν πρωτότυπο τίτλο που ναι μεν εμπνέεται από την ταινία, όμως σεναριακά τραβά τον δικό του, ξεχωριστό δρόμο. Στην ουσία διηγείται μια ιστορία εκδίκησης, καθώς ο Max Rockatansky, έχοντας πέσει θύμα του Scabrous Scrotus (γιου του Immortan Joe) και χάσει το αυτοκίνητό του, προσπαθεί με τη βοήθεια ενός παράφρονα, καμπούρη μηχανικού, του Chumbucket, να κατασκευάσει το Magnum Opus, το απόλυτο όχημα, που θα τον οδηγήσει στα Plains of Silence όπου και θα βρει γαλήνη.
Τα παραπάνω μπορεί να φαντάζουν πολλά υποσχόμενα σε δυο-τρεις προτάσεις, όμως η αλήθεια είναι πως το Mad Max υστερεί στο κομμάτι της αφήγησης. Οι χαρακτήρες που θα συναντήσετε στο διάβα σας μοιάζουν να είναι εκεί μόνο και μόνο για να σας αγγαρέψουν με αποστολές ενώ και ο ίδιος ο Max δεν έχει κανένα ενδιαφέρον ως προσωπικότητα. Ο δε κόσμος του παιχνιδιού αν και παρουσιάζει μια κάποια ποικιλία, είναι μάλλον άνευρος.
Μοιραία, το βάρος πέφτει στο λεγόμενο «environmental storytelling», την αφήγηση δηλαδή μέσα από στοιχεία του περιβάλλοντος και συγκεκριμένα τα διάφορα relic που ανακαλύπτει ο παίκτης καθώς περιπλανιέται στον χάρτη. Εκεί λοιπόν είναι που ο τίτλος αριστεύει κατά τη γνώμη μου. Η ανακάλυψη του τι έχει συμβεί στον κόσμο του Mad Max μέσα από κειμήλια μιας περασμένης εποχής, αν και προαιρετική, με βοήθησε να σχηματίσω μία πλήρη εικόνα στο μυαλό μου.
Επιπρόσθετα, ήταν και το κίνητρο που χρειαζόμουν για να εξερευνήσω μέχρι τελικής πτώσεως τον χάρτη του παιχνιδιού. Αυτός είναι χωρισμένος σε περιοχές τις οποίες ο παίκτης καθαρίζει από την επιρροή του Scrotus ολοκληρώνοντας δευτερεύοντες στόχους όπως π.χ. την εξουδετέρωση ελεύθερων σκοπευτών, την καταστροφή οχυρών και την ανατίναξη κομβόι οχημάτων (γεια σου Ubisoft). Μολονότι οι διάφορες αποστολές, κύριες και δευτερεύουσες κατέληγαν να είναι επαναλαμβανόμενες, δεν είχα κανένα πρόβλημα να συνεχίσω να περιπλανιέμαι στον χάρτη.
Σε αυτό έπαιξε τον ρόλο της και η εμπειρία οδήγησης του Mad Max. Μολονότι ο χειρισμός του οχήματός μου (όποιο κι αν ήταν αυτό) ήταν από απαιτητικός έως δυσκοίλιος, συνολικά πέρασα καλά. Το Magnum Opus εξοπλίζεται σταδιακά με διάφορα όπλα — που χειρίζεται ο παίκτης μέσω του Chumbucket — χαρίζοντας ορισμένες πραγματικά απολαυστικές ανατινάξεις οχημάτων έπειτα από χολιγουντιανές καταδιώξεις. Εκεί που παιχνίδι χωλαίνει είναι όταν ο Max αφήνει πίσω του το αυτοκίνητο και το παίρνει «ποδαράτο», αφού το μάλλον ατσούμπαλο στυλ του καταστρέφει μεμιάς όλη τη μαγεία.
Το Mad Max δεν ανακαλύπτει τον τροχό. Η συνταγή του θυμίζει έναν συνδυασμό Just Cause (επίσης προϊόν της Avalanche) και Far Cry/Assassin’s Creed, κάτι που στην προηγούμενη γενιά συστημάτων ήταν η νόρμα. Ακόμα κι έτσι όμως δεν παύει να προσφέρει μέχρι και σήμερα στους φίλους του είδους και του franchise μία σχετικά ευχάριστη — αν και σίγουρα όχι καινοτόμο — εμπειρία γύρω στις 60-65 ώρες.
Μου θύμισε: Just Cause 3
Κυκλοφορία έκδοσης: Σεπτέμβριος 2015
Πλατφόρμες: PS4, Xbox One, PC