#review | Everybody’s Gone to the Rapture
Το Everybody’s Gone to the Rapture ήταν ένας από εκείνους τους τίτλους που ναι μεν είχα παίξει στο παρελθόν αλλά δε με είχαν αγγίξει. Για την ακρίβεια δεν νομίζω ότι το είχα τερματίσει καν, οπότε αν μη τι άλλο μία δεύτερη ευκαιρία τη δικαιούτο.
Πρόκειται για ένα walking simulator από τους «μετρ» του είδους, The Chinese Room (Dear Esther, Amnesia: A Machine for Pigs) που προσωπικά κατατάσσω στα πιο ατμοσφαιρικά παιχνίδια που έχω παίξει ποτέ, ανεξαρτήτως είδους. Κάθε στοιχείο του Everybody’s Gone to the Rapture υπηρετεί πιστά τον ίδιο σκοπό — να κάνει τον παίκτη μέρος του κόσμου του. Για να τα καταφέρει, του προσφέρει όσα ακριβώς χρειάζεται για να συμπληρώσει ο ίδιος τα κενά και να σχηματίσει την πλήρη εικόνα των γεγονότων του.
Ξεκινώντας το παιχνίδι, βρέθηκα χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση στο Yaughton, ένα χωριό της βρετανικής εξοχής στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Τα πάντα εκεί όμως έδειχναν να έχουν σταματήσει και κάθε μορφή ζωής έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί σε μια στιγμή. Ο κόσμος του Everybody’s Gone to the Rapture ήταν λες και κρατούσε την ανάσα του στο πέρασμά μου. Το μόνο που ξεχώριζε σ’ αυτή τη νεκρική σιγή που επικρατούσε ήταν η παιχνιδιάρικη κίνηση μίας δέσμης φωτός που μου έδειχνε τον δρόμο — κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Αυτό που μου άρεσε, ήταν ότι το παιχνίδι μού εξιστόρησε τα γεγονότα του μέσα από μικρές, καθημερινές ιστορίες που περιστρέφονταν γύρω από έξι κατοίκους του Yaughton — όσα και τα κεφάλαιά του. Μέσα στη ματαιότητά τους, όλες συνδέονταν με τους δύο — τρόπον τινά — πρωταγωνιστές, τους ερευνητές στο τοπικό αστεροσκοπείο Stephen Appleton και Kate Collins. Η προσέγγιση που ακολουθούσε ήταν η πλέον ταιριαστή, πλαισιώνοντας τις ανθρώπινες φωνές με φωτεινά περιγράμματα. Νομίζω ότι είναι ένας από τους πιο όμορφους τρόπους να απεικονίσει κανείς μία — ας πούμε — ανάμνηση.
Τα πράγματα βέβαια δυσκολεύουν ελαφρώς όταν ο παίκτης ξεστρατίσει από τον δρόμο που του υποδεικνύει το φως (κάτι που δεν είναι δύσκολο να συμβεί, με δεδομένη την ταχύτητά του) αλλά ακόμα κι έτσι, έχοντας «δοθεί» στο παιχνίδι δεν θα έχει πρόβλημα να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Μιλώντας περί ταχύτητας, υπό άλλες συνθήκες, ένας τόσο αργός ρυθμός gameplay όσο αυτός του Everybody’s Gone to the Rapture, θα ήταν καταδικαστικός. Εδώ ωστόσο σχεδόν με υπνώτισε, μεγεθύνοντας τα συναισθήματα που μου δημιουργήθηκαν.
Αν κάτι ξεχωρίζω από το δημιούργημα της Chinese Room όμως, είναι το δίχως άλλο η μουσική του επένδυση. Η ορχηστρική μουσική συνδυάζεται άριστα με τη χορωδία και αμφότερες ντύνουν τις σημαντικότερες στιγμές του τίτλου. Οι σχεδόν απόκοσμες μελωδίες του με ταξίδεψαν στη στιγμή, γεμίζοντάς με απ’ την κορφή ως τα νύχια με μία γλυκιά μελαγχολία. Έχοντας τελειώσει λίγο πριν με το The Last of Us Part II, το Everybody’s Gone to the Rapture με αποτελείωσε ψυχολογικά. Εν τέλει κατέληξα να παίξω το μισό και πλέον παιχνίδι με την τρίχα κάγκελο.
Ειδικά στις παραμυθένιες σεκάνς της ολοκλήρωσης των κεφαλαίων, το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα είναι χάρμα ιδέσθαι. Σε ορισμένες απ’ αυτές, ειλικρινά, άφησα το χειριστήριο και έμεινα να κοιτώ αποσβολωμένος την τηλεόραση έχοντας παραδοθεί στις ορέξεις του παιχνιδιού. Το δε φινάλε με βρήκε να έχω βουλιάξει στον καναπέ με δάκρυα στα μάτια. Μπορεί από την ένταση, μπορεί κι απ’ τη συγκίνηση…
Το Everybody’s Gone to the Rapture δεν είναι για όλους. Εκείνοι οι εκλεκτοί που θα το εκτιμήσουν όμως, θα ζήσουν μία αξέχαστη εμπειρία. Σας το υπογράφω.
Μου θύμισε: Dear Esther, What Remains of Edith Finch
Κυκλοφορία έκδοσης: Αύγουστος 2015
Πλατφόρμες: PS4, PC