#review | Detroit: Become Human
Έχω μάθει να είμαι επιφυλακτικός απέναντι στις δουλειές του David Cage. Με εξαίρεση το Heavy Rain, τα Fahrenheit και Beyond: Two Souls από ένα σημείο στην πλοκή τους κι έπειτα, με έχασαν. Γνώριζα εξ αρχής πως το Detroit: Become Human θα ήταν πιο προσγειωμένο, πιο «γήινο» οπότε με αυτό κατά νου, το ξεκίνησα.
Ξεκαθαρίζω ότι όπως κάνω και με κάθε άλλο παιχνίδι, έτσι κι αυτό το έπαιξα μία φορά αποδεχόμενος κάθε γεγονός ως συνέπεια των αποφάσεων και των πράξεών μου — κι αυτό διότι θέλω να έχω μια σαφή εικόνα για την ιστορία ενός τίτλου, όπως εγώ την όρισα, αν έχω αυτή τη δυνατότητα.
Από την πρώτη στιγμή το παιχνίδι μου έδωσε να καταλάβω ότι τα πάντα θα εξαρτιόνταν από τις αποφάσεις μου. Ο δε χρόνος που πίεζε στις περισσότερες περιπτώσεις, έκανε την πίεση ακόμα πιο έντονη. Οι επιλογές δεν χωρίζονται σε καλές και κακές, σωστές και λάθος, άσπρο και μαύρο: αυτή η μανιχαϊστική προσέγγιση που έχει υιοθετήσει πλήθος παιχνιδιών κατά καιρούς, ευτυχώς δεν έχει θέση στο Detroit: Become Human του Cage.

Ακόμα καλύτερα, δεν είδα ποτέ το παιχνίδι να δίνει άλλου τύπου/ύφους απάντηση συγκριτικά με την επιλογή που είχα κάνει (αυτό το «μα εγώ άλλο νόμιζα ότι θα πει»). Το εν λόγω πρόβλημα αποτελεί παγίδα στην οποία πέφτουν συχνά παιχνίδια και που εμένα τουλάχιστον με ξενερώνει σε τέτοιο βαθμό που μπορώ να αρχίσω ξανά έναν ολόκληρο διάλογο.
Η απεικόνιση και η αίσθηση των χαρακτήρων στο Detroit: Become Human βρίσκεται σε άλλο επίπεδο. Δεν συζητώ για τα πρόσωπα: το να βλέπεις τον Jesse Williams (Markus), τη Valorie Curry (Kara) ή τη Minka Kelly (North) στην τηλεόραση, κάνουν το παιχνίδι να μοιάζει με διαδραστική σειρά. Η φυσικότητα στην κίνησή τους, η υφή του δέρματός τους, τα μάτια τους, ο τρόπος που αλληλεπιδρούσαν με το περιβάλλον γύρω τους… Παρ’ ότι όλες οι ερμηνείες είναι αξιομνημόνευτες, προσωπικά δε θα ξεχάσω με τίποτα τον Hank (Clancy Brown) — θα ξαναέπαιζα το παιχνίδι μόνο και μόνο για να εξαντλήσω τις σχετικές με αυτόν επιλογές.
Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται το Detroit: Become Human είναι αριστουργηματικός. Μέσα από τις τρεις παράλληλες ιστορίες του με φόντο το Ντιτρόιτ του μέλλοντος, καταφέρνει να προβληματίσει όσο χρειάζεται τον παίκτη. Το sci-fi σκηνικό πλαισιώνεται από όλες τις σύγχρονες παθογένειες της ανθρωπότητας, οι κυνηγοί εναλλάσσονται με τους κυνηγημένους και ο παίκτης, σαν άλλο ανδροειδές, προσπαθεί να καταλάβει με ποιανού το μέρος είναι.

Ο τίτλος του Cage δε φοβάται να μιλήσει για θέματα-ταμπού, όχι μόνο στο gaming αλλά και την κοινωνία μας γενικότερα: την ενδοοικογενειακή βία, τις κάθε είδους διακρίσεις, τη διεκδίκηση βασικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων, την ελευθερία στη σκέψη και την έκφραση. Το Detroit με έκανε να αναρωτηθώ και ο ίδιος για το τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Με μια λίγο πιο προσεκτική ματιά, κατάλαβα ότι το στόρι που διηγείται δεν είναι καθόλου sci-fi: η κοινωνία που ζούμε είναι, ελαφρά μασκαρεμένη…
Αντιλαμβάνομαι ότι ο καθένας θα το βιώσει διαφορετικά βάσει των επιλογών του, στο φινάλε όμως εμένα το Detroit: Become Human με σόκαρε. Το ρητό «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις» είχε επιβεβαιωθεί πλήρως και εγώ έμεινα να ακούω αποσβολωμένος το υπέροχο soundtrack του. Για πρώτη φορά στα χρονικά ο David Cage είχε καταφέρει να διηγηθεί μια δυνατή ιστορία με την οποία ο μέσος παίκτης δύναται να ταυτιστεί, μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, μια ιστορία για μία νοσηρή πραγματικότητα. Το κλου; Αυτή η πραγματικότητα έχει αρχίσει να σχηματίζεται γύρω μας σιγά-σιγά.
Άξιος.
Μου θύμισε: Beyond: Two Souls, Heavy Rain
Κυκλοφορία έκδοσης: Μάιος 2018
Πλατφόρμες: PS4, PC