#review | Cyberpunk 2077
Χαμένη ευκαιρία. Είναι οι δύο λέξεις που μου ‘ρχονται πρώτες κατά νου όταν κάποιος με ρωτά για το Cyberpunk 2077, το παιχνίδι που κατάφερε να με ενθουσιάσει πολλά χρόνια πριν το λανσάρισμά του πιθανότατα όσο κανένα άλλο. Αν το απόλαυσα; Φυσικά, μόνο που πάντα θα το στοιχειώνει ένα τεράστιο «αλλά»…
Οι ιδέες στις οποίες στηρίζεται έχουν ενδιαφέρον. Ο πολυδιάστατος κόσμος του φερ’ ειπείν είναι από τους πιο ξεχωριστούς που έχω βρεθεί ποτέ. Την ίδια στιγμή το σενάριό του ξεφεύγει από τα συνηθισμένα τοποθετώντας τον παίκτη απέναντι σε έναν μάλλον ασυνήθιστο αντίπαλο καθώς του αφηγείται μια καλογραμμένη ιστορία που απέχει παρασάγγας από τα συνήθη «παραμυθάκια». Ουδόλως με χάλασε το γεγονός ότι η πλοκή άργησε να πάρει μπρος, αφού πρακτικά έτσι μου δόθηκε περισσότερος χρόνος να εξοικειωθώ με τον V και την πόλη.
Είναι εντυπωσιακό το πόσες διαφορετικές κουλτούρες κατόρθωσαν να εντάξουν στις γειτονιές της Night City οι άνθρωποι της CD Projekt. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά ένιωσα να μεταφέρομαι από το Σάντο Ντομίνγκο της Δομινικανής Δημοκρατίας στο Τόκιο κι από ‘κει στο Χονγκ Κονγκ — ή έστω στις δυστοπικές εκδοχές τους. Την ίδια στιγμή το overdose πληροφορίας σε συνδυασμό με μία υπέροχα δοσμένη αίσθηση φουτουριστικής κιτς παρακμής, συμπληρώνουν την εικόνα ιδανικά.
Όπως μας είχαν συνηθίσει στο The Witcher 3, οι δημιουργοί του τίτλου επέλεξαν να πλαισιώσουν την κύρια αποστολή όχι με side quests αλλά quest lines, μικρές αυτόνομες ιστορίες που εξελίσσονται προοδευτικά μέσω μίας σειράς αποστολών. Τις βρήκα όλες τους ενδιαφέρουσες — ίσως κάποιες περισσότερο απ’ ό,τι ορισμένες άλλες — αφού έφεραν με έναν απόλυτα φυσικό τρόπο πιο κοντά με άκρως ξεχωριστούς χαρακτήρες.
Το gameplay ωστόσο δεν ήταν τόσο ψαγμένο όσο περίμενα — στο normal επίπεδο δυσκολίας πάντα. Στην αρχή προτίμησα να επενδύσω στο stealth, ωστόσο στην πορεία — ευτυχώς σχετικά γρήγορα — διαπίστωσα πως δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος. Τα «κουμπούρια» μου έκαναν μια χαρά τη δουλειά και με εξαίρεση ένα-δυο σημεία που χρειάστηκε να παίξω δυο-τρεις φορές, οι αντίπαλοι δεν μου δημιούργησαν το παραμικρό πρόβλημα.
Η όχι ακριβώς κοφτερή τεχνητή νοημοσύνη δεν στάθηκε ικανή να επηρεάσει την εμπειρία μου. Το ίδιο και τα κάθε λογής τεχνικά προβλήματα, από τα διάφορα κρασαρίσματα (το Xbox Series X έσωσε κάπως την κατάσταση) και τους NPC που περπατούσαν στον αέρα μέχρι τα αντικείμενα που αιωρούνταν στον χώρο και το προβληματικό ανύπαρκτο μοντέλο Φυσικής στις κάθε λογής συγκρούσεις. Με τρόπο που δυστυχώς δε δύναμαι να περιγράψω, μπόρεσα και τα απομόνωσα καταφέρνοντας έτσι να εστιάσω στην καρδιά του παιχνιδιού.
Το μεγάλο μου παράπονο από το Cyberpunk 2077 ήταν η αλληλεπίδραση με τον κόσμο του. Όσο αρρωστημένα όμορφη κι αν ήταν η Night City, όσο κι αν γούσταρα να περιπλανιέμαι στα σοκάκια, τα πάρκα και τις λεωφόρους της, ένιωθα σαν να υπήρχε μία μεμβράνη ανάμεσα στον V μου και οτιδήποτε άλλο. Σαν κάτι να τον χώριζε από καθετί γύρω του, με αποτέλεσμα εκείνος να μοιάζει με πνεύμα που περιπλανιέται στον κόσμο των ζωντανών: βλέπει τον κόσμο να συνεχίζει τις ζωές του, όντας ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε.
Έχοντας «γράψει» πάνω από 130 ώρες uncensored δράσης στη Night City, εξακολουθώ να πιστεύω ότι εν έτει 2021, ο καλύτερος cyberpunk κόσμος παραμένει εκείνος των Deus Ex (βλ. Human Revolution και Mankind Divided). Το αν το Cyberpunk 2077 θα καταφέρει να ανατρέψει την κατάσταση, θα εξαρτηθεί από τις ορέξεις και τις δυνατότητες CD Projekt στο εγγύς μέλλον…
Μου θύμισε: Deus Ex: Human Revolution, Deus Ex: Mankind Divided
Κυκλοφορία έκδοσης: Δεκέμβριος 2020
Πλατφόρμες: PS4, Xbox One, PC